- φασματογράφημα
- φασματογράφημα, το και φασματόγραμμα, το, -ατοςεγγραφή ενός φάσματος με φασματογράφο (βλ. λ.), που γίνεται φωτογραφικά ή με άλλον τρόπο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.